πάχνη
Προφορά
Ετυμολογία
πάχνη αρχαία ελληνική πάχνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πάχνη
✦ κρυστάλλωση της ατμοσφαιρικής υγρασίας κατά τις ψυχρές νύχτες, η οποία επικάθεται στο έδαφος και στην επιφάνεια των διαφόρων σωμάτων που βρίσκονται σ’ αυτό, ιδ. στα φύλλα των φυτών: ακόμα η πάχνη εσκέπαζεν όλα με πλούσια θάμπη (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–