πάτος
Προφορά
Ετυμολογία
πάτος αρχαία ελληνική πάτος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πάτος
✦ πυθμένας, βυθός
✦ φρ. από την κορφή ως τον πάτο, από το ανώτατο ως το κατώτατο άκρο, από το κεφάλι ίσαμε τα πόδια
✦ σόλα
✦ έδρα, πρωκτός
✦ φρ. μου βγήκε ο πάτος, κατακουράστηκα
✦ φρ. ήρθε πάτος, τελευταίος σε πίνακα όπου αναγράφονται τα ονόματα κατά σειρά επιτυχίας σε εξετάσεις, αγώνες κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–