πάτημα


πάτημα
Προφορά

Ετυμολογία
πάτημα μεταγενέστερη ελληνική πάτημα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πάτημα

✦ η πράξη του πατώ, η πίεση με το πόδι ή τα πόδια, συμπίεση, πατίκωμα
✦ ίχνος πέλματος ανθρώπου ή ζώου, πατημασιά
✦ θόρυβος βήματος
✦ πλάτος σκαλοπατιού, κατωφλιού
(μτφ. ) αφορμή, πρόσχημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.