πάρσιμο
Προφορά
Ετυμολογία
πάρσιμο πάρω, υποτακτ. αορ. του παίρνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πάρσιμο
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του παίρνω
✦ άλωση: το πάρσιμο της πόλης
✦ μίκρεμα με αποκοπή: το πουκάμισο θέλει λίγο πάρσιμο στα μανίκια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
δόσιμο
Επιρρήματα
–