πάροικος


πάροικος
Προφορά

Ετυμολογία
πάροικος αρχαία ελληνική επίθετο πάροικος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η πάροικος

✦ άτομο εγκαταστημένο σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.