πάρηβος


πάρηβος
Προφορά

Ετυμολογία
πάρηβος αρχαία ελληνική πάρηβος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πάρηβος -ος, -ον

✦ που πέρασε την ήβη, την ακμή της νεότητάς του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.