πάρεργος


πάρεργος
Προφορά

Ετυμολογία
πάρεργος αρχαία ελληνική πάρεργος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πάρεργος -η, -ο

✦ επουσιώδης, που γίνεται στο περιθώριο του κύριου έργου: μια υπόθεση πάρεργη και ιδιωτική (Οδ. Ελύτης)
✦ το ουδ. πάρεργο(ν) ως ουσ., έργο, ασχολία δευτερεύουσας σημασίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
παρέργως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.