πάντοτε
Προφορά
Ετυμολογία
πάντοτε αρχαία ελληνική πάντοτε
Ερμηνεία
πάντοτε
✦ κ. πάντοτες επίρρ. δια παντός, σε κάθε χρόνο, αδιάκοπα, ακατάπαυστα: Έρως και Χάρος πάντοτε δουλεύουν εδώ κάτου (Διον. Σολωμός) – σέ εμπρός των οφθαλμών μου πάντοτες είχον (Α. Κάλβος)
✦ σε οποιαδήποτε περίσταση: θα είμαι πάντοτε στο πλευρό σας
✦ ακόμα και τώρα: βρέχει πάντοτε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ποτέ
Επιρρήματα
–