πάνοπλος
Προφορά
Ετυμολογία
πάνοπλος αρχαία ελληνική πάνοπλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πάνοπλος -η, -ο
✦ αυτός που έχει όλο του τον οπλισμό, ο καλά εφοδιασμένος για ένοπλο αγώνα
✦ (μτφ. ) ο πανέτοιμος για να αντιμετωπίσει δύσκολη περίσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–