πάνδημος
Προφορά
Ετυμολογία
πάνδημος αρχαία ελληνική πάνδημος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πάνδημος -η, -ο
✦ που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο το λαό
✦ που γίνεται ή εκδηλώνεται με τη συμμετοχή όλου του λαού: πάνδημο συλλαλητήριο
Συνώνυμα
παλλαϊκός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
πανδήμως κ.πανδημεί (βλ. λ.)