πάνδεινα


πάνδεινα
Προφορά

Ετυμολογία
πάνδεινα πληθ. └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. πάνδεινος

Ερμηνεία
πάνδεινα

✦ μεγάλα βάσανα, θλίψεις ή ταλαιπωρίες: υπέφερε τα πάνδεινα ώσπου να μεγαλώσει τα παιδιά της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.