πάμφωτος
Προφορά
Ετυμολογία
πάμφωτος μεσαιωνική ελληνική πάμφωτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πάμφωτος -η, -ο
✦ ο γεμάτος φως, ο καταυγαζόμενος, υπέρλαμπρος: δυο τρεις νεράιδες πάμφωτες τον έριξαν σε δέκα παραδείσους (Ν. Καρούζος) – σ’ ένα πέλαγος πάμφωτο… τα καράβια κρυστάλλωσαν (Γ. Γεραλής)
Συνώνυμα
ολόφωτος
Αντίθετα
ολοσκότεινος
Επιρρήματα
–