πάλλω
Προφορά
Ετυμολογία
πάλλω αρχαία ελληνική πάλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πάλλω
✦ σείω δυνατά, κραδαίνω: τον ζύγωσε πάλλοντας το δόρυ
✦ (αμτβ.) δονούμαι από έντονη συγκίνηση: η καρδιά μου πάλλει
✦ (κ. μέσ.) πάλλομαι, κινούμαι παλμικά, τρέμω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–