πάλλευκος
Προφορά
Ετυμολογία
πάλλευκος πας + λευκός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πάλλευκος -η, -ο
✦ ο εντελώς λευκός, ο κάτασπρος: και το πρώτο χαμόγελο βρίσκοντας, σ’ ένα πάλλευκο φως να χαθούμε (Γ. Γεραλής)
✦ (μτφ. ) άσπιλος, άμωμος
Συνώνυμα
κατάλευκος, ολόλευκος
Αντίθετα
κατάμαυρος
Επιρρήματα
–