πάλη
Προφορά
Ετυμολογία
πάλη αρχαία ελληνική πάλη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πάλη
✦ αγώνισμα κατά το οποίο δύο αθλούμενοι αγωνίζονται σώμα με σώμα σε μια προσπάθεια να καταβάλει ο ένας τον άλλο
✦ ελληνορωμαϊκή πάλη, αγώνισμα πάλης κατά το οποίο επιτρέπονται οι λαβές με τα χέρια από τη μέση και πάνω και απαγορεύονται οι λαβές με τα πόδια – ελευθέρα πάλη, αγώνισμα πάλης κατά το οποίο επιτρέπονται οι λαβές με τα χέρια και τα πόδια σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος
✦ (μτφ. ) μάχη
✦ (γεν.) κάθε αγώνας επικρατήσεως: η πάλη των τάξεων (κατά τη μαρξιστική θεωρία, ο αγώνας ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις που έχουν αντίθετα συμφέροντα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–