πάγος
Προφορά
Ετυμολογία
πάγος αρχαία ελληνική πάγος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πάγος
✦ νερό στερεοποιημένο υπό την επίδραση χαμηλής θερμοκρασίας
✦ παγετός, παγωνιά
✦ (μτφ. ) η λ. για καθετί ψυχρό και απωθητικό
✦ ξηρός πάγος, στερεοποιημένο διοξείδιο του άνθρακα που χρησιμοποιείται ως ψυκτικό μέσο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–