πάγκος


πάγκος
Προφορά

Ετυμολογία
πάγκος μεσαιωνική ελληνική μπάγκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πάγκος

✦ μακρύ κάθισμα, χωρίς ράχη, στο οποίο μπορούν να καθίσουν πολλά άτομα μαζί
✦ (ποδόσφ.) μακρύ κάθισμα στο οποίο κάθονται οι αναπληρωματικοί παίκτες κατά τη διάρκεια του αγώνα
✦ (συνεκδ.) οι αναπληρωματικοί παίκτες
✦ (ειδ.) το κάθισμα του κωπηλάτη
✦ τραπέζι μαραγκών ή τσαγκαράδων
✦ έπιπλο όπου το ταμείο καταστήματος (καφενείου ή άλλου)
✦ πρόχειρη κατασκευή, σαν τραπέζι, που χρησιμοποιούν υπαίθριοι πωλητές για να τοποθετούν τα εμπορεύματά τους: πάγκος της λαϊκής αγοράς
✦ μόνιμη εγκατάσταση με συρτάρια και ντουλάπια σε κουζίνα σπιτιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.