ούρο


ούρο
Προφορά

Ετυμολογία
ούρο αρχαία ελληνική ο=õρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ούρο

✦ συνήθ. στον πληθ. τα ούρα, υγρό που εκκρίνεται από τα νεφρά και αποβάλλεται από την ουρήθρα, κάτουρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.