ούριος
Προφορά
Ετυμολογία
ούριος αρχαία ελληνική ο/õριος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ούριος -ια, -ιο
✦ (για ανέμους) ο πρίμος
✦ (γεν.) ο ευνοϊκός, που οδηγεί σε αίσιο τέλος
✦ (μτφ. για ανθρώπους) ελαφρόμυαλος, αστόχαστος: ούριο κεφάλι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ενάντιος
Επιρρήματα
–