οχυρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
οχυρώνω αρχαία ελληνική ὀχυρόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ οχυρώνω
✦ κάνω μια θέση οχυρή με κατάλληλα τεχνικά έργα
✦ (μέσ.) οχυρώνομαι, καταλαμβάνω οχυρή θέση
✦ (μτφ. ) χρησιμοποιώ κάτι ως μέσο, επιχείρημα ή πρόσχημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–