οχυρωτικός


οχυρωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
οχυρωτικός μεταγενέστερη ελληνική ὀχυρωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ οχυρωτικός -ή, -ό

✦ βλ. οχυρωματικός
✦ θηλ. η οχυρωτική ως ουσ., η τέχνη της οχύρωσης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.