οχυρωματικός


οχυρωματικός
Προφορά

Ετυμολογία
οχυρωματικός οχύρωμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ οχυρωματικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην οχύρωση, που χρησιμεύει για οχύρωση: οχυρωματικά έργα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.