οχλολοίδορος
Προφορά
Ετυμολογία
οχλολοίδορος μεταγενέστερη ελληνική ὀχλολοίδορος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ οχλολοίδορος -η, -ο
✦ αυτός που λοιδορεί τον όχλο: τον αριστοκράτη, τον οχλολοίδορο, τον σαρκαστή, τον μονάχο, τον εγωιστή (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–