οχλοβοή
Προφορά
Ετυμολογία
οχλοβοή όχλος + βοή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οχλοβοή
✦ βοή που προέρχεται από συγκέντρωση όχλου: άκουε κανείς ένα βαρύ ποδοβολητό, μιαν ακατάπαυστη οχλοβοή (Γ. Θεοτοκάς)
✦ πολύς θόρυβος
Συνώνυμα
αλαλαγμός, αχός, χλαλοή
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–