οφλισκάνω
Προφορά
Ετυμολογία
οφλισκάνω αρχαία ελληνική ὀφλισκάνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ οφλισκάνω
✦ χρωστώ, οφείλω
✦ κατηγορούμαι για κάτι, σύρω εναντίον μου κατηγορία για κάτι: γι’ αυτό και τόσοι διανοούμενοι, μόλις βγουν από τα όρια της τέχνης τους, συμβαίνει να οφλισκάνουν βλακείαν (Κ. Τσάτσος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–