ουρλιάζω


ουρλιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
ουρλιάζω μεσαιωνική ελληνική οὐριάζω, με επίδρ. του └ιταλ┘urlare

Ερμηνεία
ρήμα ουρλιάζω

✦ βγάζω άγρια φωνή, ωρύομαι, σκούζω: ουρλιάζουν τα σκυλιά κι η Παναγιά μας κλαίει (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.