ουρία
Προφορά
Ετυμολογία
ουρία ούρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ουρία
✦ αζωτούχα οργανική ένωση που αποτελεί προϊόν του καταβολισμού των πρωτεϊνών στα θηλαστικά και ανιχνεύεται στο αίμα, τα ούρα, τη χολή, το γάλα και στον ιδρώτα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–