ουνίτης


ουνίτης
Προφορά

Ετυμολογία
ουνίτης ουνία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ουνίτης

✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. ουνίτες, οι ορθόδοξοι χριστιανοί που αποτελούν την ουνία (βλ. λ.) · ά. ελληνόρυθμοι καθολικοί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.