ουνία


ουνία
Προφορά

Ετυμολογία
ουνία └ιταλ┘unia (σημ. ένωση)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ουνία

✦ όρος που χρησιμοποιήθηκε από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία για να δηλώσει τους Ορθόδοξους Χριστιανούς οι οποίοι, μετά το σχίσμα του 1054, αναγνώρισαν το πρωτείο του Πάπα στην Εκκλησία και εισήλθαν σε εκκλησιαστική κοινωνία με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αλλά διατήρησαν τα παραδοσιακά τους στοιχεία στην οργάνωση, τη θεία λατρεία, τα έθιμα και την πνευματικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.