ουδός


ουδός
Προφορά

Ετυμολογία
ουδός αρχαία ελληνική οὐδός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ουδός

✦ κατώφλι: να υπερβή τον ουδόν της αυλαίας θύρας (Άλ. Παπαδιαμάντης)
✦ (φυσιολ.- ψυχολ.) το σημείο στο οποίο ένα ερέθισμα έχει τόση ένταση, ώστε να παράγεται αποτέλεσμα: ουδός του πόνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.