ουδετεροφιλία


ουδετεροφιλία
Προφορά

Ετυμολογία
ουδετεροφιλία ουδετερόφιλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ουδετεροφιλία

✦ το γνώρισμα του ουδετερόφιλου κράτους, που δε μετέχει σε συνασπισμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.