ουίσκι
Προφορά
Ετυμολογία
ουίσκι └αγγλ┘whisky, από την κελτική λ. usquebaugh (= νερό της ζωής)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ουίσκι
✦ οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται στη Σκοτία, την Ιρλανδία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά με απόσταξη από διάφορα σιτηρά, ιδ. κριθάρι, καλαμπόκι κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–