οσφυοκοιλιακός


οσφυοκοιλιακός
Προφορά

Ετυμολογία
οσφυοκοιλιακός οσφύς, -ύος + κοιλιακός

Ερμηνεία
επίθετο┘ οσφυοκοιλιακός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην οσφύ, τη μέση και την κοιλιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.