οσφραντικός


οσφραντικός
Προφορά

Ετυμολογία
οσφραντικός αρχαία ελληνική ὀσφραντικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ οσφραντικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να οσφραίνεται, που έχει οξεία όσφρηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.