οστρεοκομία
Προφορά
Ετυμολογία
οστρεοκομία όστρεον + κομέω-ώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οστρεοκομία
✦ κλάδος της ζωοτεχνίας που ασχολείται με την εκτροφή, παραγωγή και βελτίωση των στρειδιών για εμπορική εκμετάλλευση
Συνώνυμα
οστρεοτροφία
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–