οστρακώδης


οστρακώδης
Προφορά

Ετυμολογία
οστρακώδης αρχαία ελληνική ὀστρακώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ οστρακώδης -ης, -ες

✦ που έχει τα γνωρίσματα του οστράκου
✦ πληθ. ουδ. τα οστρακώδη ως ουσ., τα οστρακόδερμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.