οστρακολογία
Προφορά
Ετυμολογία
οστρακολογία όστρακον + λέγω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οστρακολογία
✦ κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με τα όστρακα
✦ (αρχαιολ.) η σπουδή των γραπτών μνημείων της αρχαιότητας που σώζονται σε θραύσματα αγγείων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–