οστρακισμός


οστρακισμός
Προφορά

Ετυμολογία
οστρακισμός αρχαία ελληνική ὀστρακισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οστρακισμός

✦ εξορία κάποιου με αναγραφή του ονόματός του σε θραύσμα πήλινου αγγείου, εξοστρακισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.