οστπολιτίκ
Προφορά
Ετυμολογία
οστπολιτίκ └γερμ┘ Ostpolitik (= ανατολική πολιτική)
Ερμηνεία
οστπολιτίκ
✦ άκλ. ουσ. όρος που επικράτησε για το χαρακτηρισμό της δυτικογερμανικής εξωτερικής πολιτικής που εφήρμοσε ο Β. Μπραντ ως καγκελάριος (1969-1974), η οποία είχε ως στόχο τον τερματισμό των ψυχροπολεμικών σχέσεων με τις χώρες του ανατολικού συνασπισμού και την επικράτηση συναινετικού πνεύματος στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–