οστεόφυτο


οστεόφυτο
Προφορά

Ετυμολογία
οστεόφυτο οστούν + φύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το οστεόφυτο

(ιατρ.) ανώμαλο οστέινο παράγωγο που αναπτύσσεται στην επιφάνεια των οστών γύρω από τις αρθρώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.