οστεοσκλήρυνση


οστεοσκλήρυνση
Προφορά

Ετυμολογία
οστεοσκλήρυνση οστούν + σκλήρυνσις, -εως

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οστεοσκλήρυνση

(ιατρ.) παθολογική σκλήρυνση των οστών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.