οστεορρηκτικός Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply οστεορρηκτικόςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/οστεορρηκτικός.mp3Ετυμολογίαοστεορρηκτικός οστεορρήκτης Ερμηνεία└επίθετο┘ οστεορρηκτικός -ή, -ό ✦ αυτός που προκαλεί ρήξη ενός οστού Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–