οστεορραγία


οστεορραγία
Προφορά

Ετυμολογία
οστεορραγία οστούν + ρήγνυμι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οστεορραγία

(ιατρ.) αιμορραγία από τη ρήξη οστού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.