οστεοπόρωση
Προφορά
Ετυμολογία
οστεοπόρωση οστούν + πόρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οστεοπόρωση
✦ (ιατρ.) νόσος που παρατηρείται κυρίως σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και ηλικιωμένους άνδρες και χαρακτηρίζεται από ελάττωση της περιεκτικότητας των οστών σε ασβέστιο και φώσφορο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–