οστεοπαθητικός


οστεοπαθητικός
Προφορά

Ετυμολογία
οστεοπαθητικός οστεοπάθεια

Ερμηνεία
επίθετο┘ οστεοπαθητικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην οστεοπάθεια
✦ θηλ. οστεοπαθητική ως ουσ., θεραπευτική μέθοδος που στηρίζεται στην άποψη ότι ορισμένες παθήσεις μπορεί να αντιμετωπισθούν και οι πάσχοντες να ανακουφισθούν, με κατάλληλους χειρισμούς και μασάζ στους μυς και τον σκελετό
✦ αρσ. κ. θηλ. οστεοπαθητικός ως ουσ. ο ειδικός της οστεοπαθητικής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.