οστεοδυνία


οστεοδυνία
Προφορά

Ετυμολογία
οστεοδυνία οστούν + οδύνη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οστεοδυνία

(ιατρ.) πόνος σε ένα ή περισσότερα οστά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.