ορός
Προφορά
Ετυμολογία
ορός αρχαία ελληνική ὀρός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ορός
✦ το υγρό που απομένει μετά την πήξη του γάλακτος
✦ το υδατώδες συστατικό του αίματος
✦ διάλυμα αλάτων ή σακχάρου, που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–