ορυκτός


ορυκτός
Προφορά

Ετυμολογία
ορυκτός αρχαία ελληνική ὀρυκτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ορυκτός -ή, -ό

✦ που βγαίνει από τη γη με εκσκαφή, που εξορύσσεται από τη γη
✦ που διατηρείται στα πετρώματα ως απολίθωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.