οροθετικός


οροθετικός
Προφορά

Ετυμολογία
οροθετικός οροθετώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ οροθετικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την οροθεσία
✦ που καθορίζει τα σύνορα χώρας, περιοχής: οροθετική γραμμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.