οροαιματώδης


οροαιματώδης
Προφορά

Ετυμολογία
οροαιματώδης ορός + αιματώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ οροαιματώδης -ης, -ες

✦ ο αποτελούμενος από ορό που περιέχει και αιμοσφαίρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.